ἀσύνδετος — unconnected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύνδετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συνδέεται με άλλον: Τα δύο αυτά νοήματα δεν έπρεπε να τα αφήσεις ασύνδετα· «ασύνδετο σχήμα», παράθεση λέξεων ή προτάσεων που δε συνδέονται μεταξύ τους με σύνδεσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀξύνδετος — ἀσύνδετος , ἀσύνδετος unconnected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτως — ἀσύνδετος unconnected adverbial ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνδετον — ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc sg ἀσύνδετος unconnected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτοις — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτου — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτους — ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτων — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνδέτῳ — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)