ασύνδετος

ασύνδετος
-η, -ο (AM ἀσύνδετος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει συνδεθεί
2. σχήμα λόγου κατά το οποίο λέξεις ή έννοιες παρατάσσονται χωρίς να συνδέονται με συνδετικά μόρια ή διαζευκτικούς συνδέσμους
νεοελλ.
αυτός του οποίου έχει διακοπεί η επικοινωνία με άλλους
αρχ.
ανεξάρτητος, αυτοτελής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀσύνδετος — unconnected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύνδετος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συνδέεται με άλλον: Τα δύο αυτά νοήματα δεν έπρεπε να τα αφήσεις ασύνδετα· «ασύνδετο σχήμα», παράθεση λέξεων ή προτάσεων που δε συνδέονται μεταξύ τους με σύνδεσμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀξύνδετος — ἀσύνδετος , ἀσύνδετος unconnected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνδέτως — ἀσύνδετος unconnected adverbial ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύνδετον — ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc sg ἀσύνδετος unconnected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνδέτοις — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνδέτου — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνδέτους — ἀσύνδετος unconnected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνδέτων — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυνδέτῳ — ἀσύνδετος unconnected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”